- χερόπιασμα
- το, Ν [χεροπιάνω]1. το να κρατά κανείς κάποιον από το χέρι2. πιάσιμο με το χέρι.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
χερόπιασμα — το, ατος το πιάσιμο με το χέρι ή από το χέρι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)